- ὅταμπερ
- ὅταμπερ, Relat. Adv.,A = ὅταν περ, at precisely whatever time, with subj., IG12.40.8,al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
όταμπερ — ὅταμπερ (Α) (αναφ. επίρρ. αντι ὅταν περ) ακριβώς όταν … Dictionary of Greek